Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ρίγασ' (η)
  • Ίσιο ξύλο, μτφ. ξυλοδαρμός
    • -Α σ' κ'νάξου μια ρίγασ'! = θα φας πολύ ξύλο