Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ψίχλα (τα)
  • Ψίχουλα
    • -Πήρα μια κουρτζέλα τσι γίνκας ψίχλα τα χέρια μ' = τα τραυμάτισα σε πολλά σημεία.
    • Στον ενικό ψίχλου = το ψίχουλο και μτφ. το μικρό παιδί
    • -Ώχουτου του ψιχλέλι μ'!