Βρέθηκε ακριβές λήμμα
πούτσκους (ι)
  • Μικρή στρογγυλή πέτρα που την έστηναν στην κορυφή ενός συνόλου από πέτρες, «τα πούτσκα», και προσπαθούσαν τα παιδιά να τη ρίξουν κάτω, πετώντας μια άλλη στρογγυλή πέτρα
Παρόμοιες λέξεις
πούτσκα (τα)