Βρέθηκε ακριβές λήμμα
μαθρακουμάλλια (τα)
  1. Τα πράσινα βρύα που επιπλέουν στα στάσιμα νερά
  2. μτφ. αντικείμενα ευτελούς αξίας
    • -Δώτσι αργαλειόσπουρου τσι πήρι μαθρακουμάλλ'= ο ένας ξεγέλασε - κορόιδεψε τον άλλον