Βρέθηκε ακριβές λήμμα
κώλους (ι)
-
Ο κώλος
- Φρ.: Ντα μουρμουρίζς α ντου παγουμένου κώλου; = Λες σαχλαμάρες, δεν έχουν νόημα τα λόγια σου
- Φρ.: Τουν μπ'κών' απ' του κώλου τσ' απ' του στόμα = (τον μπουκώνει……) τον δελεάζει για να του κάνει όλα τα θελήματα, τον δωροδοκεί.
- Φρ.: Πήγα να πω του πόνου μ' τσι μ' πιάσαν του κώλου μ'= Παράπονο αδικημένου που ενώ του έκαναν κακό του ζητάνε και τα ρέστα