Βρέθηκε ακριβές λήμμα
κ'λό (του)

Ετυμολογία: αρχ. κυλλός

  • Κουλό, μτφ. χέρι αλλά και πόδι
    • -Άιντι κούνσι του κ'λό σ'
    • -Πάρ' του κ'λό σ' απού πάνου μ' = πάρε το χέρι σου από πάνω μου
    • -Πάρ' τα κ'λά σ'
    • -Μάζιψι τα κ'λά σ' να πιράσου = μάζεψε τα πόδια σου να…
Παρόμοιες λέξεις
κλό