Βρέθηκε ακριβές λήμμα
κ'τσαίνου
  1. Κουτσαίνω
  2. Επεξεργάζομαι (γνέθω) το μαλλί
    • - Έκτσανι ένα καλάθ' μαλλιά
    • -Ντα έχ'ς μπε Γιώργ' τσι κ'τσαίν'ς