Βρέθηκε ακριβές λήμμα
κ'μάσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kumaş = μτφ. οι ιδιότητες ή το υλικό που αποτελούν την οντότητα και την προσωπικότητα

  1. Κουμάσι, κοτέτσι.
  2. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, πρόστυχος, παλιάνθρωπος
    • - Είσι ένα κ'μασ'! = είσαι ένα κελεπούρι!