Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ιστέ - ιστέ

Ετυμολογία: τουρκ. işte

  • Είτε - είτε
    • -Ιστέ του πεις ιστέ ε του πεις, φτος α καν' του θ'κό τ'.