Βρέθηκε ακριβές λήμμα
γαβάθα (η)
Ετυμολογία: μσν. (γ)καβάτα, λατιν. gavata και gabata < αραβ. kaba = ξύλινο δοχείο, βαθύ πήλινο ή ξύλινο πιάτο ή ποτήρι
- Πρόχειρο παραδοσιακό σκεύος μεγάλων διαστάσεων και χωρητικότητας (συνηθισμένο σκεύος ελαιοτριβείων για τη μεταφορά ελαιοπολτού)