Βρέθηκε ακριβές λήμμα
φουρκαλ'μένου (του)
  • Σκουπισμένο
    • -Μπρουστά γι' αυλές φουρκαλ'μένις, ένα γύρου ασπρ'σμένα ούλα, λάμπας (έλαμπαν)