Βρέθηκε ακριβές λήμμα
φέξ' (η)
  • Φέξιμο, φως, φακός
    • -Άμι κη φέξ' = πήγαινε το φως
    • -Ε (κοίτα, δες) μια φέξ' πίσου απ' του β'νό