Βρέθηκε ακριβές λήμμα
χαντούμ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. hadim

  • Ευνούχος, ευνουχισμένος, ανίκανος
    • -Εν ιμπόρει να ποί'ς μουρά. Λέγας' πως ήντου χαντούμ'ς