Βρέθηκε ακριβές λήμμα
χαλ'νάρ' (του)
- Το χαλινάρι (μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου)
- Φλεγμονή στις άκρες του στόματος
- Άνθρωπος κακός, φαρμακόγλωσσος, μη σκεπτόμενος τις συνέπειες των λόγων του, μαρτυριάρης
-
Γυναίκα αχταγού
- -Του Μ'χάλ' τουν έχ'ς για καλό, αλλά είνι ένα χαλ'νάρ!