Βρέθηκε ακριβές λήμμα
χακ (του)

Ετυμολογία: αλβ.

  1. Νυχτερινό πουλί της άνοιξης (μοιάζει με κουκουβάγια) ή αλλιώς γκιόνης
  2. μτφ. αδύνατος, ξερακιανός, προς το άσχημος.
    • -Όμουρφ' κουπέλα τούκ'!
    • -Σιγά του χακ!