ψ'λιάζουμι
- Υποψιάζομαι ότι κάτι συμβαίνει.
ψ'λός (ι)
- Ψηλός ή ψιλός
ψ'λούδα (η)
- Μικρή γυάλινη χρωματιστή χάντρα με μεγάλη τρύπα στη μέση. Τη χρησιμοποιούσαν ως διακοσμητικό στοιχείο σε καπλουδέτις (βλ. λ.)
Επίσης ως:
ψ'λουλουγώ
- Λεπτολογώ
ψ'λουρουτώ
- Ρωτώ διακριτικά
ψ'τάδ' (του)
- Σύκο που έχει ωριμάσει πολύ, έχει πέσει από το δένδρο και έχει συρρικνωθεί από τον ήλιο.
ψ'ταδιάζου
- Γίνομαι σαν ψ'τάδ' (δηλ σαν μαραμένο σύκο)
ψ'τιλέλ' (του)
- Μικρός βοηθητικός χώρος στο σπίτι
ψ'χάλα (η)
- Ψιχάλα
ψ'χαλίζ'
- Ψιχαλίζει
- Η πεταλούδα του μεταξοσκώληκα
ψ'χή (η)
-
Η ψυχή
- Φρ.: Ε τουν σήκουσι η ψ'χή μ' = δεν τον χώνεψα (αυτό τον άνθρωπο)
- Φρ.: Πα σκη ψ'χή μ' κάθιτι = δεν τον αντέχω, δεν τον μπορώ
ψ'χόπουνους (ι)
- Που έχει ψυχή πονετική, σπλαχνικός
ψ'χός (ι)
- Το ψυχοσάββατο
ψ'χουκόκαλα (τα)
- Τα οστά του θώρακα, τα παΐδια
ψ'χουμαχώ
- Είμαι ετοιμοθάνατος, ψυχορραγώ
ψ'χουμένους (ι)
- Ο δυναμωμένος, που το λέει η καρδιά του.
ψ'χουπαίδ' (του)
- Ψυχοπαίδι, θετός γιος ή θετή κόρη
ψ'χουπουνώ
- Συμπονώ, συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου
ψαθ (του)
- Η ψάθα. Το χειροποίητο ψαθί με βούρλα. Συνήθως το «ψαθ» το έστρωναν μέσα στα σπίτια για να αποφεύγουν την υγρασία.
ψάκουμα (του)
- Δηλητηρίαση
ψαλτ'κό (του)
- Ψαλτικό
ψαρέλ' (του)
- υποκορ.της λ. «ψάρι»
ψαρίδις (οι)
- Σαρδέλες
ψαρόκολλα (η)
- Κόλλα από δέρμα και κόκαλα ψαριών (πολυτιμότατο υλικό των μαραγκών)
ψατσιά (τα)
-
Φαρμάκια
- -Γω φταίγου να σ' άφ'να να γαριάσ'ς, που σι μιγάλουσα να μας πουκίισ' ψατσιά!
- μτφ. άγουρα φρούτα
ψειρουβότανου (του)
- Βότανο ως φάρμακο για ψείρες
ψευταφλάδας (ι)
- Αυτός που λεει ψέματα (ψεύτικη φυλλάδα)
ψευτοκουτσαβακιάζου
- Κάνω τον ψευτοπαλικαρά, τον ψευτόμαγκα
ψήμινα
-
Που ψήνονται εύκολα
- -Ωχ, ωχ απού νουρίς τάβαλα (τα φασόλια) μ' τούτα τα έρμα ε φαίνουντι για ψήμινα!
- Καθένας από τους αραβικούς αριθμούς (1,2,3 κ.τ.λ.) ή καθένα από τα γράμματα του αλφαβήτου (α,β,γ,δ κ.τ.λ.)
ψιγάδ' (του)
- Ψεγάδι, ελάττωμα, κατηγορία
ψιγαδιάζου
- Βρίσκω ελαττώματα σε κάποιον
- Βολάκια από ζύμη, είδος φαγητού με γάλα και αλεύρι
ψισνό (του)
-
Χθεσινοβραδινό
- -Κι κακό ήντου του ψισνό; Όσου χρουνώ είμι ε θ'μούμι έιτικιου αγέρα!
ψιφκιά (η)
- Το ψέμα
ψιφτού (η)
-
Η ψεύτρα
- -Πότι μας τούπις βρη ψιφτού;
ψίχλα (τα)
-
Ψίχουλα
- -Πήρα μια κουρτζέλα τσι γίνκας ψίχλα τα χέρια μ' = τα τραυμάτισα σε πολλά σημεία.
- Στον ενικό ψίχλου = το ψίχουλο και μτφ. το μικρό παιδί
- -Ώχουτου του ψιχλέλι μ'!
ψιψιρής (ι)
- Λεπτολόγος, σχολαστικός
ψιψιρίζου
-
Λεπτολογώ, εξετάζω κάτι με υπερβολική σχολαστικότητα
- -Πουλύ του ψιψιρίγς του πράμα!
ψλιάικου (του)
- Το κέρασμα της παρέας από τον καφετζή μετά το τέλος της ουζοποσίας
ψουλουτάτσμα (του)
-
Ο αυνανισμός
- -Του κάτσιασι του μαραφέτι τ' απ' του πουλύ του ψουλουτάτσμα!
ψουμάρις (οι)
-
Μεγάλα ψωμιά, πολλά ψωμιά
- -Ε ντα για μπαντριά είνι; Α φα ακόμα ψουμάρις! (έχει ακόμα πολύ χρόνο μέχρι να γίνει γαμπρός)
ψουμέλ' (του)
-
υποκορ. της λ. «ψουμί - ψωμί»
- -Λόγιαζι, Γιάνν', του σπίκι σ' τσι κη γ'ναίκα σ', τρώγι ψουμέλ' ντόπιου, τσι άσι τσ' άσπρις πίτις
ψουμί (του)
- Ψωμί
ψουμομαγείρεμα (του)
- Ξεροκόμματα γιαχνισμένα με λίγο κρεμμυδάκι και σάλτσα, βρασμένα όλα μαζί
ψουμουζώ
- Ζω με πενιχρό εισόδημα, τα βγάζω πέρα δύσκολα