χ'λός (ι)
- Ο χυλός (σούπα με γάλα και αλεύρι)
χ'μαίρ (του)
Ετυμολογία: χίμαιρα (= μυθικό τέρας των αρχαίων με κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά φιδιού)
- Κατσίκι ενός έτους
χ'μίζου
-
Χιμίζω, ορμώ
- -Τουν έβρισι τσι τσείνους χίμξι να τουν φα
χ'μιρέλ' (του)
-
υποκορ. της λ. «χ'μαίρ»
- -Φουνές τσι σαματάς ακούγιουντου τσάκ στου κρυό π'γάδ', που πήγα να μιταδέσου του χ'μιρέλι μ'
χ'μώ
-
Χιμώ, ορμώ
- -Χίμξι του ζ'γούρ' πάνου μ' να μι φα!
- Χουνέρι = πάθημα από εξαπάτηση, κάζο
- Αέρας
- Κέφι
- Ειδικό μαχαίρι με το οποίο τεμάχιζαν τα φύλλα καπνού
χαβιάς (ι)
- Μεταλλικό τμήμα στο καπίστρι του ζώου που μπαίνει στο στόμα του για να το τιθασεύει
χάβου
- Τρώω
-
μτφ. πιστεύω εύκολα και χωρίς έλεγχο (ό,τι μου πουν οι άλλοι)
- -Έ ντα χάβου γω έιτουτα π' λεγς!
χαβρούσ' (του)
- Το ουροδοχείο νυχτός
-
Το σπίτι που διαθέτει «χαγιάτι»
- -Έχ' τσι πιρβουλέλ' σκη Κατασουρή μι πστιλέλ' χαγιατλίδ'κου
χαγίρ (του)
- Καλό, προκοπή
χαγίρ - προυκουπή
-
Συνδυασμός των δύο λέξεων, της Τουρκικής και της Ελληνικής, για να δοθεί έμφαση
- -Έ κάνας χαγίρ νε προυκουπή!
-
Έτοιμο
- -Ντα τσ' ε του πήρις μπε ξ'λουμένε, χαζίρ' πράμα!
χαζίρκου (του)
-
Έτοιμο, διαθέσιμο
- -Ν' ανιβώ στου Πλάτανου να πάρου κανένα χαζίρκου τσιγάρου απ' τ' Μαλιόντα, γιακί τώρα τιλιφτέα σφάλι γι' έρμους απ' τσ' κότις (δηλ από νωρίς)
- -Τα ήβρασ' χαζίρκα = τα βρήκαν έτοιμα
χαζιρτζής (ι)
- Ο ακαμάτης, που τα θέλει όλα στο χέρι.
χαζουψ'ώλ'ς
- Αγαθιάρης, χαζός
- Τεμπέλης
- Άπιστος, προδότης
- Νυχτερινό πουλί της άνοιξης (μοιάζει με κουκουβάγια) ή αλλιώς γκιόνης
-
μτφ. αδύνατος, ξερακιανός, προς το άσχημος.
- -Όμουρφ' κουπέλα τούκ'!
- -Σιγά του χακ!
χαλ'νάρ' (του)
- Το χαλινάρι (μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου)
- Φλεγμονή στις άκρες του στόματος
- Άνθρωπος κακός, φαρμακόγλωσσος, μη σκεπτόμενος τις συνέπειες των λόγων του, μαρτυριάρης
-
Γυναίκα αχταγού
- -Του Μ'χάλ' τουν έχ'ς για καλό, αλλά είνι ένα χαλ'νάρ!
χαλατσιά (η)
- Σωρός από πέτρες χαλασμένου τοίχου, πολύ παλιό σπίτι, χάλασμα, πέρασμα
χαλαχούλ'ς (ι)
- Φασαρίας, ανακατωσούρας
- Είδος γλυκού (από σιμιγδάλι, βούτυρο, αμύγδαλα, αυγά κ.τ.λ.)
χάμ'
- Κάτω
- Η αμοιβή του χαμάλη
-
Δουλειές σχετικές με τη μεταφορά αντικειμένων
- -Του Γιώργ' τουν σακατέψαν τα χαμαλίκια. Ε ντουν βλέπ'ς τίλια πουρπακί; (….πώς περπατάει;)
χαμουλόγ' (του)
- Το πρώτο μάζεμα της ελιάς απ' τη γη, πριν από την κυρίως συλλογή
- Ζυμάρι, λάσπη, πολτός ελιάς σε ελαιοτριβείο για έκθλιψη και παραγωγή του λαδιού
- Γυναίκα κακής ηθικής, τσούλα
-
Αδιαφορώ. Εύχρηστο κυρίως στη φράση:
- -Έιτουτους έ χαμπαρίζ' απού λόγια = δεν λογαριάζει τις συμβουλές, δεν ακούει λόγια, δεν παίρνει από λόγια
χαντάτσ' (του)
- Μικρή τάφρος φυσική ή τεχνητή
-
Ευνούχος, ευνουχισμένος, ανίκανος
- -Εν ιμπόρει να ποί'ς μουρά. Λέγας' πως ήντου χαντούμ'ς
- Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, κορόιδο
χαρ' (η)
- Χάρη
χαρά - χαρούμινους
-
Πολύ χαρούμενος
- - Τσι πήγι τσι πούλσι τα πρόβατα σκη Χιο σ' ένα χουριό τσ' ήρθι πίσου χαρά - χαρούμινους
χαρά - χαστός
-
Πολύ χαρούμενος
- -Αρρ'βώνιασι του γιο τ' τσ' ήρθι χαρά - χαστός τσι μ' τούπι
χαραγή (η)
-
Το σημάδι
- -Πήγι πάνου σκ' χαραγή = ακολούθησε τα σημάδια, τα πατήματα
-
Απ' αυτό το είδος, απ' αυτό το σόι
- -Απ' έφκ' κη χαραγή βαστά
χαρακέλ' (του)
- Μικρός χάρακας
χαρανέλ' (του)
- υποκορ. της λ. «χαρανί»
- Σκεύος για μαγείρεμα, μεγάλη κατσαρόλα
-
Μεγάλη δίψα
- -Μιγάλου χαραρέτ βλέπου. Ντα διάβουλου έφαγις;
χαράστου
-
επιφών. έκπληξης και αποδοκιμασίας, το απορριπτέο
- -Χαράστου ν άθρουπου!
- -Χαράστου πράμα!
χαρατσιά (η)
- Ίχνος από χάραγμα, γραμμή ή εγκοπή που έγινε με χάρακα ή με κοφτερό όργανο
χάρβαλου (του)
- Κάθε τι το εξαρθρωμένο
χαρκί (του)
-
Χαρτί
- -Τίλξι μ' πέντι δραχμές ψαρίδις (σαρδέλες) στου χαρκί
χαρμπατζιάζου
-
Γνωστοποιώ άγνωστα μυστικά
- -Του νου σ' γιακί α μπάγου τσ' α τα χαρμπατσιάσου ούλα!
χαρμπί (του)
- Ζώνη-θήκη στη μέση του κυνηγού για χαρτούτσες όπλου, φυσιγγιοθήκη.
- Η τόκα της ζώνης
χαρνταλάς (ι)
-
μεγάλο κομάτι κρέας
- -Έχουμι να σύρουμι χαρνταλά! = να ξεσκιστούμε στο φαΐ