φ'δαρνιά (η)
- Το μεγάλο φίδι
φ'λάγου
-
Περιμένω
- -Μαυρίσασ' τα μάκια μ' του δρόμου να κιουρώ,
- τ'ς αγουγιάτις να ρουτώ
- τσι σένα να φ'λάγου!
φ'λαχτσής (ι)
-
Φύλακας
- -Του φίδ' είνι του γούρ' τ' σπιτιού, φ'λαχτσής είνι!
φ'λώ και φ'λιέμι
-
Φιλώ και φιλιέμαι
- -Άιντι φλιθούτι = Εμπρός φιληθείτε
φ'σώ
- Φυσώ
φ'τίλια (τα)
- Τα φιτίλια
φαγάνα (η)
- Γυναίκα που τρώει πολύ και λαίμαργα
φαγουριάζουμι
-
Μαλώνω, καυγαδίζω
- -Φαγουριάσκας = Μάλωσαν πολύ
- -Ξόστουμι τρέχα τσι τα κ'τάβια φαγουριάσκας
φάδ' (του)
- Υφάδι
φάλ' (του)
- Οπή - καταπακτή στο εμπρός και στο πίσω μέρος μιας βάρκας για να γυαλεύουν, αποθηκεύουν ή τιμονεύουν
-
Ανοίγω φάλια = Ανοίγω νέα θέματα
- -Άνξι φάλια τσι γίνκας οι καβγάδις!
- Το σημείο όπου βάζουν το καψούλι σε εμπροσθογεμές όπλο (τσιφτέ)
φάν'τσι
-
Φάνηκε
- -Έ νι φάν'τσι = Δε φάνηκε, δεν παρουσιάστηκε, δεν ήρθε
φανάρ' (του)
- Το λαδοφάναρο
- Σκεύος της κουζίνας από λεπτό συρμάτινο πλέγμα στα πλάγια, όπου φύλαγαν τρόφιμα. Το ψυγείο της παλιάς εποχής
- Ο δίσκος του καφετζή (με 3 χερούλια κολλημένα στα πλάγια που κατέληγαν σε μια λαβή)
- Το κενό της περιστρεφόμενης σκάλας ενός σπιτιού
φαναρέλ' (του)
- υποκορ. της λ. «φανάρ'»
φαναρτζής (ι)
- Πρόσωπο που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει φανάρια
φανό δίχτ' (του)
- Δίχτυ πλατύ με «μάτι» από 20 - 40 χιλιοστά
φαρδουμάν'κου (του)
-
Με φαρδύ μανίκι
- Φρ:καλά είνι τα φαρδουμάν'κα μα τα φουρούς οι Δισπουτάδις
φασάτου πρόβατου (του)
- Το πρόβατο που έχει τα πλάγια του προσώπου μαύρα (ιταλ.)
φασιά (η)
- Η ύφανση, το σχέδιο
φασλάτου πρόβατου (του)
- Με βούλες σαν δάκρυα κάτω από τα μάτια
φασλάτου χιντρό πρόβατου
- Χιντρό (βλ. λ.) με κοκκινωπά στίγματα (γύρω από τα χείλη και τα μάτια)
φατσή (η)
- Φακή
φελί (του)
- Κομμάτι, φέτα ψωμιού, γλυκού κ.τ.λ.
φελλό (του) (
- πληθ.) τα φελλά = Οι φελλοί που κρατάνε τα δίχτυα των ψαράδων στην επιφάνεια
φέξ' (η)
-
Φέξιμο, φως, φακός
- -Άμι κη φέξ' = πήγαινε το φως
- -Ε (κοίτα, δες) μια φέξ' πίσου απ' του β'νό
-
μτφ. χρέος, απατηλή υπόσχεση
- -Έμ τσι συ ουλ' κ' μέρα μέσ' του δρόμου βρίστσισι για τ' μιανού τσι τ' αλλουνού τα φέσια
- Φρ:Άναψαν τα φέσια τ' = έγινε έξω φρενών
-
Επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σχετικά με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, (μτφ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή]
φιγγάρ' (του)
-
Φεγγάρι
- Φρ: Τούτις τσ' μέρις κυβιρνά του φιγγάρ' = υποδηλώνει άστατο καιρό
φιλιάζου
-
Συναρμόζω, ταιριάζω δυο αντικείμενα
- -Η πόρτα έ φιλιάζ' τσι μπαίν' κρύου
φιρφίρια (τα)
- Όρος χαρτοπαιγνίου
φισκί (του)
- Κοπριά αχώνευτη (φρέσκια)
φιτζίζου
-
Φέγγω αμυδρά
- -Οι φούστις μας φιτζίζουν = επιτρέπουν να διαγράφεται το σώμα μας στο φως
φκ'νός (ι)
- Φτηνός
φκάρ (του)
- Η θήκη μαχαιριού
φκή (αντων.)
-
Αυτή
- -Για δούτι μπε, ντα ήντου φκή η κατρατσύλα, τσι θέλας φράγκα, τσι για του κατούρμα!!! Ιγιού! = προφανώς αναφέρεται σε κάποιο παιχνιδότοπο με επί πληρωμή τουαλέτα.
φκοί
- Αυτοί (οι άνθρωποι)
φκυάρ' (του)
-
Φτυάρι
- -Οκ' σκατά τσι του φκυάρ' = και οι δύο έχουν τα ίδια χάλια, τα ίδια μειονεκτήματα κ.τ.λ.
φκυματώ
- Φτύνω
φλουμώνου
- Τσακίζω το φυτό «φλόμος» για να «φλουμώσου» τα ψάρια στους ποταμούς
φνίκα (η)
-
Λεπτό, διαφανές, δεύτερης ποιότητας κεφαλομάντηλο γυναικών για καθημερινή χρήση.
- -Φνίτσις, τσιμπέρια, ανιμάκια τσ' άλλα πουλλά
φνού, φνής, φνού =
-
Αυτού, αυτής, αυτού
- -Φνής τα πουδάρια είνι ούλου σ'κουμένα = υπονοεί σεξουαλική πράξη
φόρτουμα (του)
- Σχοινί που χρησιμοποιείται για το φόρτωμα αντικειμένων στα ζώα.
- Φτώχεια, ανέχεια
φουκιά (η)
-
Φωτιά
- Φρ: Φουκιά τσι πόκαψ' = φριχτή ζέστη
φουκίζουμι
-
Φωτίζομαι
- - Φουκίθκα! = ψώνισα από σβέρκο (με την ίδια έννοια που λέμε «φωτίστηκα».
φουκιούδα (η)
- υποκορ. της λ. «φουκιά -φωτιά»
φουρκαλ'μένου (του)
-
Σκουπισμένο
- -Μπρουστά γι' αυλές φουρκαλ'μένις, ένα γύρου ασπρ'σμένα ούλα, λάμπας (έλαμπαν)