ρ'μάδ' (του)
-
Ρημάδι (ό,τι ρημάχτηκε, λεηλατήθηκε, καταστράφηκε. Ερείπιο, χάλασμα)
- -Ντα ώρα δείχν' του ρ'μάδι σ'; = το ρημάδι σου δηλ. το παλιορολόι σου
ρ'μαδιακό (του)
-
Το ρημάδι, το ερείπιο
- -Μέσ' του ρ'μαδιακό έιτουτου κανένας ε μπακεί ! (δεν πατάει το πόδι του)
ρ'μάζου
-
Ερημώνω
- -Ρ'μάξας τα χουριά μας = ερήμωσαν, μαράζωσαν
ράβδους (ι)
-
Η βέργα
- Φρ:Ράβδου που τουν θέλ'ς! = ξύλο που θέλεις!
ρακέλ' (του)
-
Ουζάκι.
- -Γω ρακέλι μ' αγαπώσι, συ γιακί μι πας κοίχου - κοίχου; (από το μεθύσι πάει τοίχο - τοίχο για να μην πέσει κάτω)
ρακουκάζανου (του)
- Καζάνι μέσα στο οποίο βράζουν τα τσίπουρα για την απόσταξη του ούζου.
ράμπουσι
- Άρχισε να νυχτώνει
ρασπέρνου
- Λιμάρω με τη «ράσπα»
-
Βολικά, κατ' ευχήν
- -Ούλα ήρθασ' ραστ!
ρατσί (του)
-
Ούζο
- - ‘Οποιους πίν' πουλί ρατσί
- απουμέν' χουρίς βρατσί
ραφάν
- Γρήγορο
ραφάνκου μ'λαρ (του)
- Γρήγορο μουλάρι που κινείται ωραία χωρίς κουνήματα
ράχ'κς (ι)
- Βράχος
-
Λουκούμι που μοίραζαν στις κηδείες
- -Εν είχι στου ταφιό ραχάτ' λουκούμια!
- Ξεκουράζομαι, χουζουρεύω
- Αυτός που του αρέσει να ραχατεύει, να κάνει ραχάτι
-
Τεμπέλικος
- -Ραχατλίδ'σα δ'λειά!
- Το βάδισμα του αλόγου σε κανονικό ρυθμό (η στρωτή περπατησιά). βλ. και λ. «ραφάν»
ραχόν' (του)
- Βουνοπλαγιά, ράχη χαμηλού βουνού.
ραχταρέλ' (του)
- Μικρός βράχος
ρέγουμι
- Επιθυμώ, λαχταρώ κάτι
-
Επισφαλής, αβέβαιος, επικίνδυνος
- -Ρέζ'γα πραματα είνι τούτα. Μι τα σαλαγάς!
ρεμπά (επίρρ.)
- Μόλις αρχίζει να νυχτώνει (ρεμπά - ρεμπά)
ρεμπώνου
-
Βραδιάζω
- -Άι κούνα τα πουδάρια σ'. Έτσ' όπους πάμι α ρεμπώσουμι = θα μας βρει το βράδυ
ρεστία (η)
- Ο ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός που δημιουργείται από άνεμο ο οποίος είτε έχει ήδη κοπάσει είτε πρόκειται να φθάσει εντός ολίγου
- Με θόρυβο βγάζω αέρα από το στόμα
ρέφα
- Άσπρο ρεπάνι, ρέβα
- Βλεννώδης κιτρινωπή ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι, το φτύμα
ρέψ'μου (του)
- Θορυβώδης αποβολή αερίων απ' το στόμα
ρζάρ (του)
- Φυτό που κάνει καρπό σαν το πιπέρι και με αυτό βάφουν τα αυγά. Συνήθως φύεται στα χωρίσματα των χωραφιών (ντουβάρια). Χρησίμευε και ως χρωστική ουσία και μ' αυτό έβαφαν τα μάλλινα πλεκτά (κάλτσες - φανέλες)
ρημνιέμι
- Ψάχνομαι
ρημνώ
-
Ερευνώ, ψάχνω, φροντίζω
- -Ρέμνουμ' = Ερευνούσα
- -Ρέμνσα ούλις τσι τσέπις μ' τσ' ε τουν ήβρα τουν έρμου του καπνό!
Ρήν' (του)
- Το όνομα «Ειρήνη»
ρίγα (η)
- Χάρακας
- Δώρο, φιλοδώρημα
ρίγασ' (η)
-
Ίσιο ξύλο, μτφ. ξυλοδαρμός
- -Α σ' κ'νάξου μια ρίγασ'! = θα φας πολύ ξύλο
ρίζα (η)
- Στήριγμα ξύλινων και μεταλλικών κουφωμάτων
- Ρίζα φυτών
- Γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα
-
Πάθημα ή πράξη που προκαλεί ντροπή, Ρεζίλεμα
- -Ντα είνι μπε τούτα τα ριζιλίκια; Ε ντρέπισι κουμμάκ';
ριζιμιός (ι)
- Που στηρίζεται βαθιά στις ρίζες του
- Άνθρωπος τιποτένιος - ανάξιος, αλήτης
- Η αλητεία
- Τεμπέλης, ανεπρόκοπος
ριντίκουλου (του)
- Αυτός που έχει γελοιοποιηθεί, που έχει γίνει ρεζίλι
ριπιτίν' (του)
-
Διάρροια, κόψιμο
- -Μ' ‘επιασι ριπιτίν'
-
Η παράκληση, η ανάγκη, η εξυπηρέτηση, το θέλημα
- -Ένα ριτζιά θέλου απί σένα