λ'βάδια (τα)
- Λιβάδια
λ'βάν (του)
- Το λιβάνι
λ'μπίζουμι
- Επιθυμώ να φάω κάτι (που βλέπω)
-
ποθώ ερωτικά
- -Τούτους λ'μπίστσι κη μ'κρούδα
λ'πούμι
-
Τσιγκουνεύομαι
- -Μη λ'πάσι μπε τ'ς παράδις, ε α τ'ς πάρ'ς στου τάφου σ'!
λ'σιάζου
-
Λυσσάζω
- -Τα κ'τάβια λ'σσάξας πάλι
λ'τουργιά (η)
- Η θεία ευχαριστία, η λειτουργία.
- Η λεκάνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου και γενικότερα το έπιπλο που φέρει νιπτήρα
Επίσης ως:
λάβρα (η)
-
Μεγάλη ζέστη
- -Φουκιά τσι λάβρα είνι σήμιρα!
- Λεπτό κομμένο δέρμα, που το χρησιμοποιούν σαν κορδόνι παπουτσιών και όχι μόνο
λαγδαριάζου
-
Τρώω με βουλιμία, κατασπαράζω
- -Για πότι τουν λαγδαριάσαν του λαγό, ε λέγιτι!
λαγιάζου
- Λουπάζω, κρύβομαι
λαγινόμπρικου
- Πήλινο δοχείο με δύο στόμια για χρήση λαδιού (λαδ'κό).
λαγκαδούρ' (του)
- υποκορ. της λ. «λαγκάδι»
-
μτφ. πλάγιος τρόπος για να πετύχεις κάτι
- -Μη τουν βλέπ'ς έιτικια του Γιώργ'. Ξέρ' πουλλά λαγκαδούρια!
- Αποχέτευση «ντυμένη» με πέτρες
λαγκόν' (του)
-
Το πλευρό του ανθρώπινου σώματος στο ύψος της λεκάνης
- -Τ' δώτσι μια μέσ' του λαγκόν' τσι ξιράστσι
λαγκράνα (η)
- Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου
λαγόνιθρα ή λαγόρνιθα
- Μορχέλα η φαγώσιμη (είδος μανιταριού, που φυτρώνει με τα πρωτοβρόχια)
λαγόρχια
- βλ. λ. «λαγόνιθρα»
λαγουμάνους (ι)
Δείτε:
λαγουτσ'μούμι
- Λαγοκοιμάμαι, κοιμάμαι ελαφρά (σαν λαγός)
λάδ' τρω τσι ξύδ' αλείβγιτι
- Δεν του λείπει τίποτα, κάνει καλή ζωή.
λαδ'κό (του)
- Λαδικό = Μικρό δοχείο για επιτραπέζια χρήση και φύλαξη μικρής ποσότητας λαδιού.
Επίσης ως:
λαδακόν' (του)
- Πέτρα σκληρή, γυαλιστερή και μαύρη, πάνω στην οποία ακόνιζαν τα εργαλεία. Έριχναν λίγο λάδι πάνω στην ακόνη κατά τη χρήση της, εξού και το όνομά της
λαδέλ' (του)
-
υποκορ.της λ. «λάδι»
- -Λίγου λίγου του λαδέλ' τσ' είνι ι χρόνους σα π'γαδέλ'
λαδουφάναρου (του)
- Φανάρι που λειτουργούσε με λάδι αντί με πετρέλαιο
λαζαρέλια (τα)
- Ειδικά ψωμάκια, από σταρένιο αλεύρι, με σταφίδες ως διακόσμιση, που τα έφτιαχναν το Σάββατο του Λαζάρου και τα έδιναν στα μικρά παιδιά
Επίσης ως:
- Βατεύω, γκαστρώνω (στο χώρο του ζώου μόνο)
λάζουμι
-
Στο χώρο του ζώου μόνο: Συμπεριφέρομαι σαν να είμαι έτοιμο για ζευγάρωμα (ανησυχία, βέλασμα κ.τ.λ.)
- -Η κατσίκα λάζιτι
- - Η κατσίκα λάστσι ψες
- -Να λαζόντι αναμιταξύ ντουν α ντα πρόβατα, να τσ' βλέπουμι τσι μεις τσ' αγάλια - αγάλια α τα βγάλουμι τσι μεις στου μιγ'ντάν'… (η φράση αποδίδεται σε παρατηρητή των λουομένων της παραλίας Ερεσού).
λαθούρ' (του)
- Το φυτό «λάθυρος ο ήμερος», η φάβα
λακδέλ' (του)
- υποκορ.της λ. «λάκκους»
-
Φλύαρη συζήτηση, κουβέντα σε μάκρος, φλυαρία
- -Βρόντουμ' μια ώρα κη ξώπουρτα, μ'σεις έχ'τι φαίνιτι λακιρντί. Ντα λέτι;
- -Έπιασι του λακιρντί τσ' άιντι να τουν σταμακίις!
- -Πουλύ στου λακιρντί του ρίξατι
-
Σαστισμένος, χαζός, αλαφρόμυαλος
- -Ε Γιώργ', λαλάτσ', ντάνι έιτουτα που κάθισι τσι μ' φουνάζ'ς; Πρόσιξι καλά ντα θα μ' πεις γιακί εν είμι λαλάτσ'ς
-
Ανεμώνη
- -Οι λαλέδις είνι παλαβουμός! = πολύ όμορφοι, εντυπωσιακοί
λαλιχοί (οι)
- Οι πελαργοί, τα λελέκια
- μτφ. για ξένους
λαλώ
- Βγάζω φωνή, μιλάω, λέω
-
Καλώ
- -Λάλ'σι τ'ς κότις να τ'ς ταΐσουμι
-
Προχωρώ, ξεκινώ, βιάζομαι
- -Άι λαλούτι, ντα τ'ς θέλιτι τ'ς ανακρίσεις;
- -Λαλούτι να πάμι γλήγουρα
λαμνί =
- Συγκέντρωση των αλωνισμένων σταχυών σε μια μακροσκελή στοίβα, μέσα στο αλώνι.
λαμπόγυαλου (του)
- Το γυαλί της λάμπας πετρελαίου
λαμπούδα (η)
- Η μικρή λάμπα πετρελαίου
λαμπουθήτσ' (η)
- Ξύλινη βάση σε σχήμα Τ, για να τοποθετούν πάνω τη λάμπα πετρελαίου. Τη βάση την στερέωναν στον τοίχο.
λαμπούκ' (του)
- Εργαλείο του τσαγκάρη με το οποίο λίμαρε τα τακούνια
λάπαρου (του)
- Το κρέας της κοιλιακής χώρας (αρχ. λαπαρός = χαλαρός, μαλακός)
λάργκας (ι)
-
Λαρύγγι
- -Τσείνους θαρρείς πως τουν είχις στου παχνί διμένου. Αρπά μια χούφτα σύκα τσι τα ρίχν' στου λάργκα τ'
λασ'κά (τα)
- Η αμοιβή του ιδιοκτήτη του επιβήτορα (βλ. και λ. «λάζου»)
λασιό (του)
- Οίστρος ζώου, αχαλίνωτη επιθυμία για ζευγάρωμα, βλ. και λ. «λάζου, λάζουμι»
λασπαζτζής (ι)
- Ο εργάτης που κουβαλούσε με καροτσάκι την έτοιμη λάσπη
λασπούδα (η)
-
Χαϊδευτικό της λ. «λάσπη»
- -Ε!!! δασκαλέλ'! Έπισις τσι συ μεσ' κη λασπούδα!