ι
-
Άρθρο γένους αρσενικού «ο»
- -Όσα τραβά τ' γαϊδάρ' ι κώλους ε τα τραβά ι κόσμους ούλους
ι λόγους του φέρν'
- Με την ευκαιρία αυτή
Ιβρώπ (η)
-
Ευρώπη
- - Λάτι να δείτι βρε αθρώπ'
- Τι κάν' για τουν παρά γ' Ιβρώπ !
ιγιού (
-
επιφών). όπως: «άχ Παναγιά μου» ή «τώρα τι κάνουμε;»
- -Ιγιού, ντα θα φα μπε του μουρό;
- ή ειρωνία (με παρατεταμένο το «ου» και απότομο τονισμό του τελευταίου
- -Ι Μπαλισιάκους λέγ' α γίν' Δήμαρχους!
- -Ιγιουουού!
ίδρους (ι)
-
Ο ιδρώτας
- -Μ'έκοψι ψ'λός ίδρους μόλις άκ'σα τ'ς φουνές (τρόμαξα)
ικλουγές (οι)
- Εκλογές
-
Η περιποίηση με την καλή αλλά και με την κακή έννοια
- -Ούλου ικράμια τ' κάν'! = συνεχώς τον περιποιείται (με την καλή έννοια)
- -Ας κάνου ένα ικράμ που α του θ'μάσι = θα σε «περιποιηθώ» (με την κακή έννοια)
- Επίσημη απόφαση (π.χ. δικαστηρίου)
ιμπνές (ι)
-
Μπινές=ομοφυλόφιλος άνδρας, (υβριστ) άνθρωπος αναξιόπιστος, κακού χαρακτήρα
- -Πάρτα ιμπνέ να μη στα χρουστώ = μούντζα
ιμπνιλίκ' (του)
- Μπινελίκι, πάθος, συνήθεια
ιννιάπιτρου (του)
- Παιδικό παιχνίδι
ιρίκ' (του)
- Το κορόμηλο
ιρικιά
- Η κορομηλιά
ίσα
-
Εμπρός, άντε ή φύγε
- -Ίσα δρόμου = μπρος, φύγε
ίσια κάτου
- Προς τα κάτω
ίσια μέσα
- Προς τα μέσα
ίσια πάνου
- Προς τα πάνω
ίσια πέρα
- Προς (μακρινή απόσταση)
-
Μακάρι
- -Ίσιαλα θιέ μ' να μη προυλάβινα να βγω….
Ίσιαμ ή ίσαμι
-
(τοπικά και χρονικά) Μέχρις ότου, έως
- -Ίσιαμ να τιλιώσ'= μέχρι να τελειώσει
ισίγκι
- Πρέκι από πέτρα
- Το σθένος, η όρεξη για δουλειά
ισταχ'λαγκίζου
- Έχω όρεξη να κάνω κάτι (π.χ. να χορέψω ή να σκάψω το χωράφι μου κ.τ.λ.)
-
Είτε - είτε
- -Ιστέ του πεις ιστέ ε του πεις, φτος α καν' του θ'κό τ'.
ιστέ οϊλέ
- Ελαφρύς, χαζός
ίστσιους (ι)
- Ο ίσκιος
- τίποτα
ιφ
-
Ναι βέβαια
- -Τουν είδις μεσ' κ' αυλή τ' Γιώργ';
- -Ιφ!
ιφρίτ
-
Μεγάλος θυμός
- -Ιφρίτ γίντσι μόλις τ' άκσι.
ιφτσή (η)
-
Ευχή
- -Η γ'ναίκα είνι ιφτσή μεσ' του σπίκ'
- -Κ' ιφτσή μ' νάχ'ς μουρέλι μ'!