θ'κός μ', θ'κή μ', θ'κό μ'
- Δικός μου, δική μου, δικό μου
θ'λύκα (η)
- Κουμπότρυπα
θ'λύκουσ' (η)
- Θηλύκωμα
- Άρθρωση
θ'μίζου
-
Θυμίζω
- -Ας του θ'μίσου γω!
θ'μούμι
-
Θυμάμαι
- -Ε, να δανά δασκαλέλι μ', πού θέλ'ς να θ'μούμι; Του θ'κό σ' του μυαλό θαρρείς πως έχου;
- - Του θ'μήστσι = το θυμήθηκε
θαλάμουσι
- Μπήκε στο θαλάμι του
- μτφ. Νύσταξε, τον ψευτοπήρε ο ύπνος.
θαλασσαστ'βή (η)
- Είδος αστ'βής (βλ. λ.) που βγαίνει κοντά στη θάλασσα
θάνατα (τα)
-
Ο θάνατος
- -Α του πάρ' μιτά τα θάνατα του σπίκ'
θάνετου
- Δηλαδή (αν είναι έτσι) μείναμε σύμφωνοι.
θαρριτός (ι)
- Ο θαρραλέος
- Ποικιλία εύθραυστου αμυγδάλου. Επίσης ρόφημα που γινόταν από βρασμένα αμύγδαλα αυτής της ποικιλίας και άλλα υλικά και το έδιναν στις λεχώνες για ανάκτηση των δυνάμεών τους μετά τη γέννα
θαφτ'κά
- Τα έξοδα ενταφιασμού
θελιά (η)
- Η οπή που βρίσκεται στο πάνω άκρο του αγκιστριού. Από εκεί δένουν τη μισινέζα. Θελιά έχουν μόνο τα μεγάλα αγκίστρια
θερμόμιλ' (η)
-
Ζεστός χηλός για λεχώνα και αφέψημα για το κρυολόγημα.
- -Βήχα πουλύ έχ'ς. Πιέ μια θερμόμιλ' να μαλακώσ' ι λιμό σ'!
θερμοχάρανου (του)
- Χαρανί μέσα στο οποίο ζέσταιναν νερό.
θηριό (του)
- Το θηρίο
θιός (ι)
-
Θεός
- -Απ' του θιό να τόβρ'ς (κατάρα)
Θιρ'στής (ι)
- Λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου αλλά και ο θεριστής ως επάγγελμα
θληκώνου
- Κουμπώνω
θλύκα (η)
- Η κουμπότρυπα
θλύκουσ' (η)
- Το θηλύκωμα, η άρθρωση
θλυκώνου
- Κουμπώνω
θουλώνου
- Θολώνω
θουριά (η)
-
Όψη, το χρώμα του προσώπου.
- -Είχι μια θουριά α του λιμόν'
θουρώ
- Βλέπω
θριφτάρ' (του)
- Καλοθρεμμένο ζώο
θρούμπις (οι)
- Είδος ελιών
θρουνιάζουμι
- Κάθομαι απρόσκλητος (σαν βασιλιάς στο θρόνο), στρογγυλοκάθομαι εκεί που δεν μου αρμόζει
θρω
- Τρίβομαι (για ένα ωραίο μελομακάρονο, κουραμπιέ κ.τ.λ. λέμε «θρει»)
θχατέρα (η)
- Θυγατέρα, κόρη
θχατιριά (η)
- Θυγατέρα, κόρη (λέγεται κυρίως αποδοκιμαστικά)