θ'κάρ' (του)
  • Θήκη
Επίσης ως:
θ'κάτς (του)
  • Θήκη
Επίσης ως:
θ'κός μ', θ'κή μ', θ'κό μ'
  • Δικός μου, δική μου, δικό μου
θ'λύκα (η)
  • Κουμπότρυπα
θ'λύκουσ' (η)
  1. Θηλύκωμα
  2. Άρθρωση
θ'μίζου
  • Θυμίζω
    • -Ας του θ'μίσου γω!
θ'μούμι
  • Θυμάμαι
    • -Ε, να δανά δασκαλέλι μ', πού θέλ'ς να θ'μούμι; Του θ'κό σ' του μυαλό θαρρείς πως έχου;
    • - Του θ'μήστσι = το θυμήθηκε
θαλάμ' (του)
Δείτε:
θαλάμουσι
  1. Μπήκε στο θαλάμι του
  2. μτφ. Νύσταξε, τον ψευτοπήρε ο ύπνος.
θαλασσαστ'βή (η)
  • Είδος αστ'βής (βλ. λ.) που βγαίνει κοντά στη θάλασσα
θάνατα (τα)
  • Ο θάνατος
    • -Α του πάρ' μιτά τα θάνατα του σπίκ'
θάνετου
  • Δηλαδή (αν είναι έτσι) μείναμε σύμφωνοι.
θαρριτός (ι)
  • Ο θαρραλέος
θάσιου (του)

Ετυμολογία: μσν. αθάσιον (=εύθραυστο αμύγδαλο)

  • Ποικιλία εύθραυστου αμυγδάλου. Επίσης ρόφημα που γινόταν από βρασμένα αμύγδαλα αυτής της ποικιλίας και άλλα υλικά και το έδιναν στις λεχώνες για ανάκτηση των δυνάμεών τους μετά τη γέννα
θαφτ'κά
  • Τα έξοδα ενταφιασμού
θελιά (η)
  • Η οπή που βρίσκεται στο πάνω άκρο του αγκιστριού. Από εκεί δένουν τη μισινέζα. Θελιά έχουν μόνο τα μεγάλα αγκίστρια
θερμόμιλ' (η)
  • Ζεστός χηλός για λεχώνα και αφέψημα για το κρυολόγημα.
    • -Βήχα πουλύ έχ'ς. Πιέ μια θερμόμιλ' να μαλακώσ' ι λιμό σ'!
θερμοχάρανου (του)
  • Χαρανί μέσα στο οποίο ζέσταιναν νερό.
θηριό (του)
  • Το θηρίο
θιός (ι)
  • Θεός
    • -Απ' του θιό να τόβρ'ς (κατάρα)
Θιρ'στής (ι)
  • Λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου αλλά και ο θεριστής ως επάγγελμα
θκάρ' (του)
Δείτε:
θκάτς (του)
Δείτε:
θληκώνου
  • Κουμπώνω
θλύκα (η)
  • Η κουμπότρυπα
θλύκουσ' (η)
  • Το θηλύκωμα, η άρθρωση
θλυκώνου
  • Κουμπώνω
θουλάμ' (του)
  • Τρύπα ως φωλιά υδρόβιων ζώων σε κοιλότητες βράχων ή στην άμμο.
Επίσης ως:
θουλώνου
  • Θολώνω
θουριά (η)
  • Όψη, το χρώμα του προσώπου.
    • -Είχι μια θουριά α του λιμόν'
θουρώ
  • Βλέπω
θριφτάρ' (του)
  • Καλοθρεμμένο ζώο
θρούμπις (οι)
  • Είδος ελιών
θρουνιάζουμι
  • Κάθομαι απρόσκλητος (σαν βασιλιάς στο θρόνο), στρογγυλοκάθομαι εκεί που δεν μου αρμόζει
θρω
  • Τρίβομαι (για ένα ωραίο μελομακάρονο, κουραμπιέ κ.τ.λ. λέμε «θρει»)
θχατέρα (η)
  • Θυγατέρα, κόρη
θχατιριά (η)
  • Θυγατέρα, κόρη (λέγεται κυρίως αποδοκιμαστικά)