ήμ'
-
Ήμουν
- -Σήμιρα ήμ' στου κάμπου!
ήμπα
-
Μπήκα μέσα
- -Ήμπα στου σπίκ' σιγά-σιγά!
ήντας (πληθ)
- Ήτανε
ήντου (ενικ.)
- Ήταν
ήπσι-τσι-κάιτσι
- Φούντωσε, αναστατώθηκε από κακή είδηση, στενοχωρήθηκε, θύμωσε.
ήρθαν στα λόγια
- Καυγαδίσανε
ήσ'
-
Ήσουν
- -Ήσ' τσι σύ ψε σκη παρέα;
ηχ
-
Επιφώνημα ευχαρίστησης αλλά και εκδίκησης
- -Ηχ, του φχαριστήθ'κα!
- -Ηχ, καλά να πάθ'ς!