ζ'γανουμιά (η)
- Το σιγανό αεράκι, η καλοκαιρία (σιγανεμιά)
ζ'γκάβγουμι
- Συγκαίομαι
- Το σύγκαμα
ζ'γκαμένους (ι)
- Αυτός που έχει σύγκαμα
ζ'γκάφτου
-
Υποφέρω από σύγκαμα.
- -Ζγκάψας τα μιριά μ' απ' κη καψ!
ζ'γός (ι)
- Ζυγός = Ξύλο κάτω από το οποίο ζεύονται βόδια
ζ'γουβράζου
- Σιγοβράζω
-
Το κριάρι
- -Είχα τσι του κούτ'λ'ου του ζ'γούρ' τσ' άργισι να νταβραγκίσ'. Μόλις τ' δώκα γκαμπόσα πόσ'κα, για ώρας πήρι φόρα.
- -Πρωτόλατα ζ'γούρια = κριάρια που λάσαν (βλ. λ. «λάζου») για πρώτη χρονιά. Διόλατα, τριόλατα κ.τ.λ.= ανάλογα με το πόσα χρόνια λάζουν τα πρόβατα.
Επίσης ως:
ζ'λεύγου
-
Ζηλεύω
- -Ζούλιβγι (ζήλευε) τσ' έσκασι απ' του κακό τ'ς!
ζ'λιμένους (ι)
- Ο συμπιεσμένος
ζ'λώ
-
Ζουλώ, πιέζω, συμπιέζω
- -Ντα θαρρείς μπε Μ'χάλ' πως είνι, σύκα να τα ζ'λάς;
Επίσης ως:
ζ'μακ'μένους
- Ζεματισμένος
ζ'ματώ
-
Ζεματίζω
- -Ζ'μάκσις τα σύκα;
-
Δίνω χαστούκι
- -Ας ζ'μακίσου καμιά!
-
κλέβω
- -Τουν είδα που τα ζ'μάκσι μέσα απ' του νταμ
-
Ζουμί, σούπα
- -Θα πιούμι ζ'μί
ζ'μουσιά (η)
-
Παρτίδα ζυμωτών ψωμιών (μια ζ'μουσιά)
- -Ίβγαλι κη πρώκ' κη ζ'μουσιά (τα πρώτα ψωμιά)
ζ'μουτό (του)
- Ζυμωμένο
ζ'μπά
-
Συνήθως στο γ' πρόσωπο του ενεστώτα και του αορίστου με τη σημασία του ωφελώ.
- -Τούτου ε μι ζ'μπά = αυτό δεν με ωφελεί
- -Έ μι ζίμπσι = δεν με ωφέλησε
ζ'μπαθώ
-
Συμπαθώ, συγχωρώ
- -Η μάνα σ' - τσι να μι ζ'μπαθάς - είνι για τα ντούμπανα
ζ'τράνια (τα)
- Εργαλεία χτίστη
- Τρόφιμα, σιτηρά, σοδειά
ζαλ'κουμένους (ι)
- Ζαλισμένος
ζαλ'κώνουμι
- Ζαλίζομαι
ζάλζμα (του)
- Η ζάλη, η στενοχώρια
ζαλίκας (ι)
- Χαζός, ξ'λουμένους (βλ. λ.)
ζαλούρα (η)
- Η ζάλη, η στενοχώρια, η έγνοια
ζαμπάλ' (του)
- Είδος κουδουνιού προβάτου με λουρί στο λαιμό
- Οι ενέργειες του γυναικοθήρα
- Ο γυναικάς
- Αστυνόμος επί τουρκοκρατίας
ζαμπλαγκίζου
- Παίρνω κάτι που δεν μου ανήκει (κινητό ή ακίνητο).
ζαμπνιά (η)
-
Αρρώστια
- - Τι πουλλές πούνταν οι ζαμπνιές, κόντιψαν να μ' κάν' ζημιές
- Αδύνατος, καχεκτικός, ασθενικός
- Αδύνατος, καχεκτικός, ασθενικός
ζαμπούνα
- Τσαμπούνα
- Τέχνη, κυρίως χειροτεχνία
ζανγκάρια (τα)
-
Σωστοί διαβόλ'
- -Τούτα τα ζανγκάρια ε μπορείς να τα κουλανταρίζ'ς
-
Επιβολή, κουμάντο, έλεγχος
- -Αντών', η γ'ναίκα μ' θα μι σκάσ', ε μπουρώ να κ' κάνου ζάπ.
- -Ζάπ δε γίνιτι του έρμου του ζό = δεν κουμαντάρεται
- Χωροφύλακας
ζαργανόψαρα (τα)
-
Διάφορα είδη ψαριών με χαρακτηριστικό τη μακριά μύτη
- -Τα ζαργανόψαρα είνι τα πιο καματηρά (= ήσυχα) ψάρια
- Λαχανοπώλης
ζαρζαβατζίδ'κου (του)
- Το κατάστημα του ζαρζαβατζή (βλ. λ.)
- Άνθρωπος κομψός, λεπτός, ευγενικός στους τρόπους, ευγενής
ζαρπαπνάρ' (του)
- Είδος σφυρίχτρας.
- Το στόμιο του ποτιστηριού που έχει τη μορφή της ντουζιέρας.
- μτφ. σφύριγμα του λαιμού μετά από κρυολόγημα ή βρογχικά. 4) μτφ. το ανδρικό πέος