έ (μόριο άρνησης)
  • Δεν (όταν ακολουθεί λ. που αρχίζει από σύμφωνο)
    • -Έ ντουν είδα! = δεν τον είδα
    • -Έ Γιώργ'! = έ Γιώργο!
έγγαλα

Ετυμολογία: εν + γάλα > έγγαλος

  • Πρόβατα που έχουν αποκοπεί από τα αρνιά τους και αρμέγονται
    • -Χώρσι τα έγγαλα απ' τα στείρα!
Επίσης ως:
έγκαλα
Δείτε:
έγυρμα (του)
  • Το απόγευμα, το ηλιοβασίλεμα.
έιδου (επίρρ.)
  • Εδώ
έιδουνα (επίρρ.)
  • Εδώ να!
έιδουχαμ' (επίρρ.)
  • Εδώ κάτω, εδώ πέρα
    • -Ντα μαζί μπε εν είμαστι τσ' άλλις που κόντιψι α μας λουβιάσ' έιδουχαμ';
έικαλα
  • Εκφράζει αμφιβολία
    • -Έικαλα π' θα γίν'! = σιγά μη γίνει!
έινα (επίρρ.)
  • Εδώ
έιναχαμ'
  • Εδώ κάτω
έιτικινια (επίρρ.)
  • Έτσι
εϊτότις (επίρρ.)
  • Τότε
    • -Πάλι πουταμό πουταμό τσι αξ'πόλτους - νε παπούτσια είχαμι εϊτότις νε κίπουτας - στου δρόμου…..
έιτουκ' (αντων.)
  • Αυτή εδώ
έιτουτι (επίρρ.)
  • Τότε
έιτουτου (αντων.)
  • Αυτό εδώ
έιτουτους (αντων.)
  • Αυτός εδώ
έιτσει (επίρρ.)
  • Εκεί
έιτσειν' (αντων.)
  • Εκείνη
έιτσεινου (αντων.)
  • Εκείνο
έιτσεινους (αντων.)
  • Εκείνος
έιτσινια (αντων.)
  • Εκείνη
ελ'
  • επίθημα υποκορισμού
    • -μουρό, μουρέλ', χέρ', χιρέλ'
έλα στα γνουσκά σ'
  • Σύνελθε!
    • -……γω κατουρλιά ε πίνου για προυινό τσ' έλα στα γνουσκά σ', μη κάνου θάματα
έλαβε
  • Πρόβατο που αρρώστησε.
έλιρις (οι)
  • Ιλαρά
έλμπετ
  • Εντάξει - Συμφωνείς ή όχι;
έμ
  1. Και
    • -Έμ φτιξιάρ'ς έμ πανουγώτιρους = Παρά το ότι φταις βγαίνεις και από πάνω
  2. Αλλά
    • -Έμ τι να σ' πω!
  3. Όμως
    • -Έμ ξέρου τσι γω;
έμπα
  • Μπες (προστακτική του μπαίνω)
έμπας (η)

Ετυμολογία: εμβασιά από το εμβαίνω

  • Το άνοιγμα-είσοδος σε αγρό
    • -Γ' έμπας τ'χουραφιού απού πού είνι;
έμπγιους (του)
  • Το πύον
εμτί
  • Βεβαιωτικό μόριο
έν
  • Δεν (όταν ακολουθεί λέξη που αρχίζει από φωνήεν)
    • -Έν είδα, έν έχου
έννοια (η)
  1. η σκοτούρα, η στενοχώρια, το πρόβλημα
    • -Μι τ'ς ξένις έννοιις α γιράγ'ς!
    • -Έν είχα τσ' άλλ' έννοια! = σκοτίστηκα!
  2. η φροντίδα, η προσοχή
    • -Έχι έννοια του φαγί τσ' α μπάγου ν' αγουράσου ψουμί
  3. η απειλή
    • -Έννοια σ' τσ' α σ'δείξου γω πόσα απίδια βάζ' ι σάκους
εξόν
  • Πλην, εκτός, διαφορετικά
έρριζα (επίρρ.)
  • Σύρριζα, κοντά στη ρίζα
    • -Τάσκαψι έρριζα τα δέντρα!
εσκιτζής

Ετυμολογία: τουρκ. eskici

  • Παλαιοπώλης, μπαλωματής, σκιτζής
Επίσης ως:
έτικια (αντων.)
  • Τέτοια
    • -Γιακί μπρε τσ' ήρθις έτικια ώρα;
έτικια ή έτικιας (επίρρ.)
  • Έτσι
έτικινια (επίρρ.)
  • Έτσι
έτικιου (αντων.)
  • Τέτοιο
    • -Έτικιου χατά που πάθαμι α ντουν θ'μούμαστι για πουλλά χρόνια!
έτικιους (αντων.)
  • Τέτοιος
    • -Έτικιους άθρουπους εν έχ' π'σουτσύν'!
έτσινας (επίρρ.)
  • Έτσι, με αυτό τον τρόπο
έυβαλα
  • Είμαι ευγνώμων (το έλεγαν βάζοντας και το χέρι στην καρδιά)
εφελίκια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. efe

  • Οι παλικαριές
εφές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. efe = μάγκας

  • Παλικαράς
έφιγγου
  • Ξέφωτο, χάραμα, χαραυγή
έφνα (επίρρ.)
  • Εκεί πέρα
    • -Έφνα ήντου του σπίκ' μας
έφνα χάμ
  • Εκεί κάτω
έφτου
  • Εκεί (επίρρ.), εκείνο (αντων.)
έφτου πέρα
  • Εκεί πέρα