β'ζαίνου
  • Θηλάζω
β'ζάρα (η)
  • Μεγάλο βυζί
    • -Ε βλέπ'ς μπρε που γέμουσ' ι γιαλός μας γυμνές β'ζάρις τσι κουλάρις, τσι λουγιάζουμι απ' κη γκόχ' τ' μακιού; Α τσ' άσπρις φρατζουλάρις είνι.
β'ζαστάρκου (του)
  • Το βυζανιάρικο
    • -Β'ζαστάρκου μουρό = Μωρό που θηλάζει
β'ζουθήτσ' (η)
  • Βυζοθήκη, σουτιέν
β'λώ
  • Βουλιάζω, βυθίζομαι
Επίσης ως:
β'νάρ (του)
  • Λόφος, χαμηλό βουνό
    • -Πά στου β'νάρ = πάνω στο λόφο
β'νιά (η)

Ετυμολογία: βουνιά, βους, βόδι

  • Η κοπριά των βοδιών, η σβουνιά
β'νίσιους (ι)
  • Βουνίσιος
β'νό (του)
  • Το βουνό
β'τώ
  • Βουτώ
Βαγγιλέλ' (του)
  • υποκορ. του ονόματος «Ευάγγελος > Βαγγέλης»
Βάγια, Βαγιός
  • κύρια ονόματα (Βάια, Βάιος)
βάζου απουστατό
  • Ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
    • -Α μπάου να βάλου απουστατό = να ρίξω τα δίχτυα στη θάλασσα
βάζου βλουητό
  • Αρχίζω
    • -Βάλαν βλουητό = Άρχισαν
βάκλιου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει καφέ ή μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια (από το αρχ. βαλιός = στικτός, παρδαλός)
    • -Σφίχκα (πετάχτηκα) ίσαμι τα Λίμινα να πάρου ένα βάκλιου ζ'γούρ, τσί βλέπου……….
βακλόκουλου πρόβατου (του)
  • Βάκλιου (βλ. λ.) με μαύρο τρίχωμα και άσπρα σημάδια στο πίσω μέρος του κορμιού του
βαλανίθρα (η)
  • Το εσωτερικό του βαλανιδιού.
βαντέ

Ετυμολογία: τουρκ. vade = προθεσμία

  • Τράτο, περιθώριο
    • -Έχουμι ακόμα βαντέ = π.χ. έχουμε ακόμα δρόμο ή χρόνο να διανύσουμε
    • -Έχ' βαντέ = έχει μέλλον (π.χ. η υπόθεση)
βαράκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. varak < (μτγν.) ελλ. βάραξ

  • Λεπτό φύλλο χρυσού με το οποίο ‘χρύσωναν' τα αμύγδαλα για τα κόλλυβα ή λίγο πιο χοντρό όπως το αλουμινόχαρτο που το έκοβαν σε λουρίδες και το κολλούσαν στο πέτο για την τελετή του γάμου
βαρβαλόχ'λα (η)
Δείτε:
βαρβαρόχ'λα (η)
  1. Βαρβαρόχηνα ή γερανός. Μεγάλο υδρόβιο αποδημητικό πουλί, προάγγελος της άφιξης των χελιδονιών.
  2. μτφ. αυτός που μιλάει πολύ (πολυλογάς)
Επίσης ως:
βαργιστ'μάδα (η)
  • Βαρεμάρα
βαργιστώ
Δείτε:
βάρδια (η)
  • Ψήλωμα σε παραλιακό βουνό, από όπου βλέπεις τα ψάρια κατά το παράνομο ψάρεμα με δυναμίτη
βαρκαλάς (ι)
  • Είδος πλεούμενου με «καθρέφτη» (= ίσια σανίδα) στην πρύμνη
βαρκούδα (η)
  • Μικρή βάρκα
βαρταλαϊμός (ι)
  • Θόρυβος, φασαρία
βαρταλαλώ
  • Φωνασκώ, μαζί με άλλους, σε ευτράπελες συνήθως κουβέντες παρέας.
    • -Λαλούσασ' τσι βαρταλαλούσασ' τσι γίνουντου του έλα (τσι) να δεις
βαρτζιστώ

Ετυμολογία: τουρκ. vazgeçmek = υπαναχωρώ, παρατώ, εγκαταλείπω

  • Αποκάνω
    • -Μπουρ μπουρ ούλη νύχτα, βαρτζέστσα να τουν ακούγου!
Επίσης ως:
βασ'λέβου
  • Δύω
    • -Άμα τέλιουσα κ' αρμιγή γι' ήλιους ήθιλι εν ήθιλι τριά - τέσσιρα μπόγια να βασ'λέψ'.
βασ'λές (ι)
  • Βασιλιάς
βασ'λεύγου
  • μτφ. λέγεται για κάποιον που κυριαρχείται από αισθήματα επιτυχίας, χαράς, μεγαλείου.
βασκαίνου
  • Ματιάζω
βασκαναριά (η)
  • Φυλαχτό κατά της βασκανίας
βασταγαριά (η)

Ετυμολογία: μσν. (το) βαστάγιν, υποκορ. του μτγν. βασταγή < αρχ. βαστάζω + αριά (κατάλ.)

  • Πάνινη λουρίδα που κρέμεται από το λαιμό και χρησιμοποιείται ως στήριγμα για σπασμένο χέρι
βαστώ - βαστιέμι
  1. Βαστώ του λόγου μ' = Τηρώ τις υποσχέσεις μου
  2. Απού πού βαστάς; = Από πού είσαι, ποιά είναι η καταγωγή σου;
  3. Τούτους βαστιέτι γιρά! = Κρατιέται οικονομικά πολύ καλά.
βατσίδ (του) ή βατσίδα (η)

Ετυμολογία: βάτος + ίδι (κατάλ. υποκορ) > βατίδι > βατσίδ' (τσιτακισμός)

  • Ο άγουρος καρπός
βατσίνα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. vaccına = μικρή αγελάδα <λατιν. vaccinus = αγελαδίσιος < vacca = αγελάδα

  • Είδος εμβολίου, εμβολιασμός
βάτσνα (τα)
  • Τα βατόμουρα
βατσνιά (η)

Ετυμολογία: μσν. βάτσινον (= ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο)

  • Η βατομουριά
Βγατζέλας
  • Παράφραση του κύριου ονόματος «Ευάγγελος > Βαγγέλης»
Βγατζέλιου (του)
  • Το ευαγγέλιο
Βγατζιλέλ' (του)
  • υποκορ. του ονόματος «Ευάγγελος > Βαγγέλης»
Βγατζιλιώ (η)
  • Ευαγγελία
βγιός
  • Στην έκφραση: Είσι ένας βγιός = παλιόπραμα
βδουμαδιάτ'κου (του)
  • Μιας εβδομάδας (μισθός, έξοδα κ.τ.λ.)
βεγόνια (η)

Ετυμολογία: ιταλ. bigonia > begonia (από το όνομα του βοτανολόγου Begon

  • Μπιγκόνια = καλλωπιστικό φυτό
βεζ'νέ

Ετυμολογία: τουρκ. vezne = πλάστιγγα και vezın = ζύγισμα, μέτρο βάρους

  • Σωστό βάρος
    • -Πάρι του καντάρ' τ' Μ'χάλ'. Είνι βεζ'νέ = δίνει το σωστό βάρος, είναι αξιόπιστο.
Βενετέλ'
  • υποκορ. του κύριου ονόματος «Βενετία»
βερέμ'κα (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. verem = φθίση, (ναυτ.) βερέμι = κυρτότητα ζυγών και καταστρώματος

  • Λοξά